Παρασκευή 19 Απριλίου 2013


2 σχόλια:

  1. Μια πέρδικα παινεύτηκε
    Μια πέρδικα παινεύτηκε σ' ανατολή και δύση,
    πως δεν τη βρίσκει κυνηγός να την εκυνηγήσει
    κι ο κυνηγός που τ' άκουσε πολύ του κακοφάνει,
    παίρνει τα ζαγαράκια του να πάει να κυνηγήσει
    την περδικούλα για να βρει και να την εσκοτώσει.
    Ή
    Μια πέρδικα καυχήθηκε σ' ανατολή και δύση
    πως δεν εβρέθη κυνηγός, να την εκυνηγήσει.
    Στήνει τα δίχτυα στα βουνά, τα ξώβεργα στη δύση,
    το δίχτυ το μεταξωτό μες του πασά τη βρύση.
    Πάει η πέρδικα να πιει νερό και πιάνεται απ' τη μύτη.
    Αλαφροπιάσ' με κυνηγέ, κάνε μου αυτή τη χάρη.
    Και με το αλαφρόπιασμα η πέρδικα πετάει.
    Κρίμα σ' εσένα, κυνηγέ, που μου 'κανες τη χάρη
    κι άφησες τέτοια πέρδικα άλλος να την επάρει.
    *****************

    Με γέλασε μια χαραυγή τ' αστρί και το φεγγάρι
    και βγήκα νύχτα στα βουνά, νύχτα και στα λαγκάδια,
    κι έστρωσα την καπότα μου λίγον ύπνο να πάρω.
    Μηδ' έγειρα, είδε πλάγιασα μαειδέ τον ύπνο πήρα
    κι ακώ μιας πέρδικας λαλιά μιας πετροκελαηδούσας
    που το 'λεγε βραχνά - βραχνά και παραπονεμένα.
    Σαν τι έχεις πέρδικα και κλαις και σκούζεις και φωνάζεις;
    Μην είν' τ' αυγά σου μελανά και τα φτερά σου μαύρα;
    Δεν είν' τ' αυγά μου μελανά και τα φτερά μου μαύρα
    με κυνηγάει ένας αητός ένας κακοπετρίτης
    μου φαγε τα πουλάκια μου και θελα φάει και μένα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μωρ' περδικούλα του Μοριά
    Μωρ' περδικούλα του Μοριά κοσμοπερπατημένη
    σ' όλον τον κόσμο ήμερη, σε μένα στέκεις άγρια.
    Χαμήλωσ' την αγριότη σου κι έλα κοντά με μένα,
    να σε ταΐζω ζάχαρη, να σε ποτίζω μόσχο,
    να σε βαστώ τριαντάφυλλο, μήλο να σε μυρίζω.

    ΄Η
    Μωρ' περδικούλα του Μοριά κοσμοπερπατημένη
    εφτού ψηλά που πέτεσαι και χαμπηλά αγναντεύεις
    μην είδες κλέφτες πουθενά τους Κολοκοτρωναίους;
    Εψές προψές τους είδαμε πέρα στα κλεφτοχώρια
    είχαν αρνιά και σφάζανε και ρίχναν στο σημάδι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή